- μεγαλοβρεμέταο
- μεγαλοβρεμέτᾱο , μεγαλοβρεμέτηςloud-thunderingmasc gen sg (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλοβρεμέτης — μεγαλοβρεμέτης, ὁ (Α) αυτός που βροντά δυνατά («Διὸς μεγαλοβρεμέταο», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγα βρεμέτης] … Dictionary of Greek